Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Αχ Ελισσάκι


Όταν αποφάσισα να παντρευτώ την Ελισσώ, την ήξερα ήδη μια ζωή. Κι ενώ μού είναι αδύνατον να προσδιορίσω πότε άρχισα να την αγαπάω, θυμάμαι ξεκάθαρα τη στιγμή που αποφάσισα ότι έπρεπε και ήθελα να την παντρευτώ: ήταν στην ώρα της Ωδικής. Η δασκάλα είχε γράψει στον πίνακα το τραγούδι που θα μαθαίναμε εκείνη τη μέρα και μας είπε να το διαβάσουμε πρώτα “από μέσα μας”.

Γυρνάς τόσον καιρό
και ποτέ δεν κοιμάσαι
ρολογάκι θαρρώ
κουρασμένο πως θα `σαι.
Τικ τακ, τικ τακ, τικ τακ

Δεν ήταν εύκολο. Ήμασταν στην αρχή της πρώτης δημοτικού και η ανάγνωση ήταν δύσκολη υπόθεση. Είχα κολλήσει στο πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης και μού ήταν αδύνατον να πάω παρακάτω. Αυτό το κεφαλαίο “Γ” φάνταζε άλυτος γρίφος. Έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιο γράμμα ήταν, δεν τα κατάφερνα κι η ώρα περνούσε. Αναζήτησα με απελπισμένο βλέμμα την Ελισσώ. Καθόταν στην άλλη σειρά, τρία θρανία μπροστά από μένα. Γύρισε αμέσως και χωρίς να ξέρει τί με βασάνιζε, χωρίς ήχο είπε συλλαβιστά: “Γυρ-νάς”. Εκείνη τη στιγμή πήρα την μεγάλη απόφαση να την παντρευτώ.

Όπως κάθε μέρα από την αρχή της χρονιάς, έτσι κι εκείνη, φύγαμε μαζί από το σχολείο. Δε χρειάστηκε να της πω τίποτα. Το έβλεπα στα μάτια της ότι είχε καταλάβει, ότι δεχόταν κι έτσι δε χρειάστηκε να μού πει κι εκείνη τίποτα. Το αμοιβαίο, μας γέμιζε χαρά και σε όλη τη διαδρομή τραγουδούσαμε το καινούριο τραγούδι φωνάζοντας πιο δυνατά στο ρεφρέν: “Τικ τακ, τικ τακ, τικ τάκ”. Μας άκουσε η γιαγιά της, βγήκε από το σπίτι τους, μας χαιρέτησε και μού είπε: “Έλα μέσα τζιέρι μου να σου δώσω ένα κομμάτι πίτα, πού είναι ζεστή ζεστή.”

Τζιέρι” έλεγε μόνο την εγγονή της κι όταν εκείνη τη μέρα με φώναξε και μένα έτσι, κατάλαβα ότι κι η κυρά Ελισσώ, συμφωνούσε με το γάμο μας. Δεν ήξερα τί θα πει αυτή η λέξη, αλλά μ` άρεσε πολύ και υποψιάστηκα ότι ήταν τουρκική. Ήταν Μικρασιάτισσα η γιαγιά, είχε έρθει πολύ μικρή στα μέρη μας και πολλές φορές -όταν ήταν πολύ χαρούμενη ή πολύ νευριασμένη- της ξέφευγαν τούρκικες λέξεις. Σπάνια το δεύτερο, συνέχεια το πρώτο. Όπως κι μικρή Ελισσώ που ήταν πάντα γελαστή και χαρούμενη. Αυτές οι δύο έμοιαζαν πολύ. Αλλά αυτό που ήταν ολόιδιο πάνω τους ήταν τα μάτια: ολοστρόγγυλα και πράσινα, σχεδόν λαδιά με κάτι ωραίες φωτεινές κίτρινες πιτσιλιές μέσα τους που σε ζάλιζαν άμα τις κοιτούσες πολλή ώρα.


Με την πίτα στο χέρι ζεστή, πήρα το δρόμο για το σπίτι. Ήταν πολύ κοντά στο σχολείο αλλά έκανα ολόκληρο γύρο για να φτάσω, γιατί πάντα πήγαινα πρώτα την Ελισσώ στο δικό της. Τα απογεύματα ερχόταν εκείνη. Καμιά φορά διαβάζαμε, πιο συχνά ζωγραφίζαμε κι ύστερα, αν ήταν καλός ο καιρός και μέχρι να νυχτώσει, βγαίναμε και παίζαμε στην αυλή μας. Εκείνο το απόγευμα, έβαλα μπρος να χτίσω το σπίτι μας. Γιατί αφού θα παντρευόμασταν, έπρεπε να έχουμε δικό μας σπίτι να μείνουμε.

Από μια αποθήκη που είχαμε χτίσει εκείνη την εποχή στην αυλή μας, είχαν περισσέψει πολλά τούβλα. Διάλεξα το πιο ωραίο σημείο, κοντά στην κυδωνιά μας που ήταν φορτωμένη και μετέφερα σιγά σιγά τα τούβλα. Ετοίμασα λάσπη με χώμα και νερό κι όταν ήρθε η Ελισσώ, της είπα να καθίσει εκεί. Κάθισα και εγώ δίπλα της -κολλητά, ώμο με ώμο ήμασταν- και με ένα κλαδί σημάδεψα τα όρια του σπιτιού μας. Ίσα – ίσα να μας χωράει.

Είχα δει τους μαστόρους να χτίζουν την αποθήκη κι έτσι ήξερα καλά τη δουλειά. Έβαλα την πρώτη σειρά των τούβλων και σχηματίστηκε το περίγραμμα του σπιτιού. 'Υστερα,  με τα χέρια έβαλα πάνω τους λάσπη. Συνέχισα με τη δεύτερη, την τρίτη, την τέταρτη σειρά. Με μπόλικη λάσπη πάντα ανάμεσα στα τούβλα. Κάθε λίγο και λιγάκι περνούσα από το μέτωπο την ανάστροφη της παλάμης μου όπως είχα δει να κάνουν οι χτίστες. Η Ελισσώ με βοηθούσε, μού έδινε τα τούβλα στο χέρι και η δουλειά προχώρησε γρήγορα. Όταν υπολόγιζα ότι το σπίτι μας είχε το σωστό ύψος, της ζήτησα να μπει από το ένα και μοναδικό άνοιγμα που είχα αφήσει μπροστά, και να καθίσει. Το ύψος ήταν εντάξει. Έμενε μόνο η σκεπή, αλλά δεν ήξερα πώς γίνεται. Ούτε είχαν περισσέψει κεραμίδια από την αποθήκη. Προσπαθούσαν να βρω μια λύση για να ολοκληρώσω το σπίτι μας, όταν η Ελισσώ με φώναξε να μπω κι εγώ. Κάθισα δίπλα της, γύρισε με κοίταξε, μού έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο κι ύστερα γέλασε. Οι πιτσίλες στα μάτια της ήταν ακόμα πιο φωτεινές. “Δε θα βάλουμε σκεπή” μού είπε “θα το αφήσουμε ανοιχτό και το βράδυ θα βλέπουμε τα αστέρια”.

Όταν έπεσε το πρώτο χιόνι της χρονιάς, η Ελισσώ σταμάτησε να μού μιλάει. Κουβέντα για μέρες. Ούτε στην τάξη, ούτε στα διαλείμματα. Όταν σχολάγαμε, πριν προλάβω να μαζέψω τα τετράδια στο σάκο, εκείνη είχε φύγει τρέχοντας. Την πρώτη μέρα την ακολούθησα. Φτάνοντας λαχανιασμένος στο σπίτι της είδα την εξώπορτά της να κλείνει βιαστικά. Δεν ήξερα τί να κάνω. Στεκόμουν μες το χιόνι και περίμενα χωρίς να ξέρω τί. Την είδα για μια στιγμή να περνάει -μια σκιά ήταν, αλλά ήταν σίγουρα η δική της- πίσω από την κουρτίνα στο παράθυρο της κουζίνας.  Το ίδιο έγινε και την επόμενη.

Την μεθεπόμενη η Ελισσώ δεν ήρθε στο σχολείο. Όλη μέρα δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την άδεια της θέση στο θρανίο και μόνο στο τέλος, λίγο πριν σχολάσουμε η δασκάλα μας είπε: “Η Ελισσώ δεν ήρθε σήμερα γιατί αύριο θα φύγει με την οικογένειά της για την Γερμανία”. Κάποιος πετάχτηκε και ρώτησε: ”Πότε θα γυρίσει κυρία;”. Η απάντηση της δασκάλας περιείχε τη λέξη “μόνιμα” που δεν ήξερα τί σήμαινε, αλλά εκείνη τη στιγμή ήχησε δυσοίωνα.

Το ίδιο βράδυ πήγαμε με τους γονείς μου να τους αποχαιρετίσουμε. Το σπίτι τους ήταν γεμάτο από κόσμο και άδειο από έπιπλα. Παντού όμως, σε κάθε γωνιά υπήρχαν μεγάλα κιβώτια. Είδα την Ελισσώ να κάθεται σε ένα από αυτά. Έκλαιγε. Σκαρφάλωσα και κάθισα δίπλα της. Όχι κολλητά όπως καθόμασταν στο σπιτάκι μας, αλλά πολύ κοντά της. Κοιτούσαμε ίσια μπροστά μας και δεν είπαμε ούτε μια κουβέντα. Όταν η γιαγιά Ελισσώ μας έφερε δυο πιάτα με πίτα κι είπε: “Φάτε τζιέρια μου τώρα που είναι ζεστή” με το ζόρι κρατήθηκα για να μην κλάψω κι εγώ.

Δε φάγαμε μπουκιά. Καθόμασταν  αμίλητοι κρατώντας τα πιάτα μας και ακούγαμε τους μεγάλους που μιλούσαν για μια άγνωστη πόλη με άγριο όνομα -Φρανκφούρτη- που ακούγαμε για πρώτη φορά. Μιλούσαν ακόμα για δουλειές, για φάμπρικες, για μεροκάματα. Κι ύστερα μετά από πολλή ώρα, κάποιος είπε: “Να πηγαίνουμε, έχουν μεγάλο ταξίδι αύριο οι άνθρωποι και πρέπει να ξεκουραστούν.” Στην αναστάτωση με τις αγκαλιές, τις ευχές και τα φιλιά που ακολούθησαν, η Ελισσώ εξαφανίστηκε. Σαν κατάδικος ακολούθησα τους γονείς μου στο αυτοκίνητο χωρίς να την αποχαιρετίσω. Μπορεί να μην είχα καταλάβει τί σήμαινε αυτό το “μόνιμα” που είχε πει η δασκάλα, αλλά ήξερα καλά πως πονούσε πολύ.

Την στιγμή που κλείσαμε τις πόρτες στο αυτοκίνητο, είδα την Ελισσώ να βγαίνει από το σπίτι. Πετάχτηκα έξω κι έτρεξα. Ήμουν έτοιμος να την αγκαλιάσω και της πω: “Αχ Ελισσάκι μου, μην κλαις, εγώ σ`αγαπάω και θα περιμένω να γυρίσεις, δε θα βάλω σκεπή στο σπιτάκι μας, θα γυρίσεις και θα καθόμαστε εκεί τα βράδια και θα κοιτάζουμε τα αστέρια, αχ Ελισσάκι, μην αργήσεις, εγώ θα περιμένω αλλά εσύ μην αργήσεις, Ελισσάκι, θα βάλω και πόρτα στο σπιτάκι μας, πόρτα που θα κλείνει καλά για να μην μπορείς να ξαναφύγεις ποτέ...”

Όταν βρέθηκα κοντά της στα σκαλιά της εισόδου, κουβέντα δε βγήκε από το στόμα μου. Κοίταζα μια τα παπούτσια μου που είχαν γεμίσει χιόνι, μια τα καλτσάκια της που ήταν βρεγμένα, έτσι ξυπόλυτη που βγήκε να με χαιρετίσει. Και κείνη κοίταζε κάτω και κάθε τόσο σκούπιζε τα μάτια της. Ακούστηκε η κόρνα από το αυτοκίνητό μας. Σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξα. Με κοίταξε κι κείνη. Το ασπράδι των ματιών της ήταν κόκκινο. Οι κίτρινες πιτσίλες όμως μουσκεμένες, πάνω στα λαδιά, έλαμπαν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Στη δεύτερη κόρνα, της έδωσα το χέρι σα μεγάλος, της είπα: “Θα σου γράφω” κι έτρεξα στο αυτοκίνητο.


Κράτησα την υπόσχεσή μου. Για μήνες έσχιζα σελίδες από το μπλοκ της ιχνογραφίας, έκανα ζωγραφιές έγραφα και μερικές σειρές,  δίπλωνα τις σελίδες, τις έβαζα σε φάκελλο, έγραφα απ` έξω το όνομά της κι ύστερα από κάτω Φρανκφούρτη, πιο κάτω Γιαρμανία και το έριχνα στο κίτρινο γραμματοκιβώτιο της πλατείας. Χωρίς γραμματόσημο. Δε φανταζόμουν ότι ήταν απαραίτητο. Ούτε το γραμματόσημο, ούτε η ακριβής διεύθυνση. Ήμουν βέβαιος ότι ο ταχυδρόμος της Φρανκφούρτης, όπως κι ο δικός μας θα ήξερε απ` έξω κι ανακατωτά που έμεναν όλοι οι κάτοικοι. Επομένως θα ήξερε και το σπίτι της Ελισσώς για να της πηγαίνει τα γράμματά μου. Έγραφα, έστελνα, περίμενα, περίμενα μα   απόκριση δεν πήρα.


Την Ελισσώ, δεν την ξαναείδα ποτέ.



Το ποστ γράφτηκε για το διιστολογικό αφιέρωμα με θέμα “Πρώτη Αγάπη”. Συμμετέχουν οι εκλεκτοί συνάδελφοι:  

 Ο ήχος του ανέμου: ο πρώτος έρωτας
A mother’s diary: Οι πρώτες αγάπες
Η ποδηλάτισσα: Πρώτη αγάπη
Rubies  and Clouds (RubinakiM): Έρωτες
Rubies  and Clouds (Nefosis): Σ’ αγαπώ μα δεν το κχέρεις
Κυνοκέφαλοι: Ο Ταρζάν κι η αβωνιάρα
Σταυρούλα: Πρώτο Σκίρτημα.
Kos Pandi: Δυο αγάπες κι ένα ταξίδι στο μέλλον
EvZin: Η Τριανταφυλλένη 
Kizilkum: Αν ήσουν
Polyanna' s days:  
Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο
Χαμένα επεισόδια: 
And burn your bridges down
Μια καπότα γράφει: 
η πρώτη αγάπη 



16 σχόλια:

Evi Voulgaraki είπε...

Έλα, βρε... συγκινήθηκα.

Σταυρούλα είπε...

Άτιμη Γιαρμανία! (΄Ατιμη φτώχεια!)

Το σπίτι;

agrampelli είπε...

Είναι τόσο τρυφερό το θέμα σας και μας γλυκαίνει (όλων μας που το διαβάζουμε) τόσο πολύ την ψυχούλα μας, που σας λέμε μπράβο και σας ευχαριστούμε από καρδιάς :)

Τι Ελισσάκι είναι τούτο βρε Τσαλαπετεινέ μου; Υπέροχο!

γρηγόρης στ. είπε...

έτσι, είναι η πρώτη αγάπη. Γλυκόπικρη.

[κι όχι, σαν κάτι άλλους που άλλαζαν τις αγάπες σαν τις φιλολόγους κάθε χρονιά...]

kovo voltes... είπε...

Υπέροχο. Και αφού έχει το όνομα μου, ένα παραπάνω ωραίο...;)
*μα πότε κάνετε αυτά τα θεματικά κείμενα? Δεν μπορεί να μπει άλλος στην παρέα? Έτσι, για να δοκιμάσει την ψυχή του :(

Τσαλαπετεινός είπε...

kovo voltes...: Δεν είσαι όμως εσύ που έφυγες στη Γιαρμανία ε; ;-)

Ετοίμασε ποστ και ανέβασέ το!Προλαβαίνεις! Και στο επόμενο θα παρακαλέσω τον Κατσαμάκη που είναι αρχηγός να σε προσκαλέσει εγκαίρως (μετά βέβαια δε θα σε αφήνει σε ησυχία αλλά αυτό είναι άλλο θέμα)

kovo voltes... είπε...

Εγώ δεν έφυγα Γερμανία- ευτυχώς!!!- αλλά με κυνηγάει η ρημαδοχώρα, οπότε...χαχαχα
*φχαριστώ σε τσαλαπετεινέ μου. Έτσι, απο απορία ρώτησα. Σας θαυμάζω για το συντονισμό και τις γραφές σας βεβαίως...;)

KidsCloud.gr είπε...

Tουλάχιστον σκέψου, ότι εσύ είχες την ευκαιρία να την αποχαιρετήσεις.
Εγώ έμεινα να κοιτώ την κενή θέση...:)

Polyanna είπε...

αχ, είναι πικρά τα ξένα.....
τι γλυκιά και όμορφη ιστορία!!!

ολα θα πανε καλα... είπε...

Πέρβαγια λιουμπόφ...

Πολύ τρυφερή ιστορία.Και πικρή.Ίσως γλυκόπικρη,σε δεύτερη σκέψη.Μου ήρθε στο μυαλό το τραγούδι "Ελισσάκι,Ελισσώ",καθώς διάβαζα.

Καλημέρα!

Margo είπε...

Πολύ πολύ γλυκό!
Στο τέλος όμως θα ήθελα να είχε η ιστορία και ένα γραμματόσημο. Τι ήταν ένα τόσο δα γραμματόσημο, ε ;-)

Ανώνυμος είπε...

..Αληθινή, μπορεί γλυκόπικρη , η ιστορία σας.
Ευχή , για όλους μας: τα μάτια της ψυχής μας , να είναι πάντα ανοιχτά, και να έχουν , την ευλογία, να κοιτάζουν τον ουρανό.
Σίρο Ρεδόνδο.

roubinakiM είπε...

ματάκια μου...

Ανώνυμος είπε...

Αχ Ελισσάκι, Ελισσώ! Όλοι δακρύσαμε για μια χαμένη παιδική αγάπη, που δεν ξανάδαμε ποτέ! Και η ξενητιά, πάντα παρούσα! Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, πιο απειλητική από ποτέ!

Γιώργος Κατσαμάκης είπε...

Οι έρωτες δηλαδή είναι μεγάλες παρακάμψεις. Αυτό λες; Καλά κατάλαβα;

Ανώνυμος είπε...

Κι εγώ πήρα το σχοινί και τραβώ... τραβώ... Γιατί καλό είναι να θυμόμαστε.
Καλώς σε βρήκα!
Jajala Majala - Ωδή στην πρώτη αγάπη